Χόμπιτ – Ένα αναπάντεχο ταξίδι στα 100 Μίλια της Ιστρίας! Κύριο

Το πιο όμορφο έπαθλο, ο μεγαλύτερος θησαυρός των αγώνων ορεινού τρεξίματος, το μετάλλιο των “100 Μιλίων της Ιστρίας”! Ένα μοναδικό τρόπαιο δεμένο και σμιλευμένο από την άφθαστη τέχνη των Νάνων στη μεταλλουργία. Το μέταλλο από το οποίο είναι φτιαγμένο το χάρισαν τα Ξωτικά της φυλής Ultra Trail πριν από πολλά χρόνια στους Νάνους, ζητώντας τους να κατασκευάσουν ένα κόσμημα που όμοιό του να μην υπάρχει, ένα κόσμημα που θα βαραίνει το στήθος όλων των μεγάλων ορεινών υπερμαραθωνοδρόμων!

Όμως το τρόπαιο αυτό το πόθησε για τον εαυτό του ο Alen Paliska, ο μεγαλύτερος και αρχαιότερος δράκος, πατέρας όλων των δράκων και τεχνικός διευθυντής του αγώνα. Λέγεται πως το έχει κρεμασμένο στο λαιμό του συνέχεια και αλίμονο σε όποιον προσπαθήσει να απλώσει χέρι και να το πάρει! Η φρικαλέα ματιά του είναι αρκετή για να σταματήσει τη καρδιά σου ενώ τα μαύρα λέπια του, πιο σκοτεινά και από νύχτα δίχως φεγγάρι, αρκούν για να γεμίσουν φόβο ακόμη και τις πιο ευτυχισμένες αναμνήσεις σου! Ο Alen για να προστατεύσει το θησαυρό του σχεδίασε μια απαιτητική διαδρομή 170 χιλιομέτρων και 7.120 μέτρων θετικής υψομετρικής διαφοράς που ξεκινούσε από το Labin, στην ανατολική πλευρά της χερσονήσου της Ιστρίας, και τερμάτιζε δυτικά στο Umag, όπου και βρισκόταν το άντρο του θηρίου!

 

 

Στο άκουσμα του θησαυρού όλων των θησαυρών μια συντροφιά 13 Ελλήνων ξεκίνησε ένα αναπάντεχο ταξίδι για να διεκδικήσει το βαρύτιμο έπαθλο! Μια ασυνήθιστη παρέα που έφυγε από τη Δράμα με προορισμό την μακρινή Κροατία και ένα μοναδικό σκοπό, να μην σταματήσει καθόλου μέχρι να εκπληρώσει το στόχο της. Ανάμεσά τους ήμουν κι εγώ, ο Θεοχάρης Μπάγκινς, ένα νεαρό χόμπιτ, που ήθελε να αναμετρηθεί με τον εαυτό του προσπαθώντας να αναδειχθεί το πιο γρήγορο της φυλής. Φτάνοντας στα σύνορα της Βουλγαρίας με τη Σερβία η Ελληνική ομάδα αναγκάστηκε να αναζητήσει άλλη διαδρομή προς Κροατία αφού ένας κακός Μάγος, φρουρός των συνόρων και σύμμαχος του Alen μας απαγόρευσε την είσοδο! Η νέα πορεία θα μας έβαζε στη Σερβία μέσω Σκοπίων και από εκεί θα περνούσαμε εύκολα στην Κροατία. Μπαίνοντας αργότερα στη Σερβία είχαμε ήδη διανύσει 600 χιλιόμετρα παραπάνω και ήμασταν πολύ κουρασμένοι. Πιστεύαμε όμως ότι είχαμε αφήσει τα χειρότερα πίσω μας. Φευ! Ο κακός Μάγος αντιλήφθηκε την παρουσία μας και έστειλε την πιο δυνατή καταιγίδα να εμποδίσει το διάβα μας! Κεραυνοί που έσκιζαν τον ουρανό στα δύο και βροντές που έκαναν ακόμη και τα ψηλότερα βουνά να τρέμουν σαν πύργοι από τραπουλόχαρτα ξεσπούσαν διαρκώς! Παρόλα αυτά, όσο πιο πολύ προχωρούσαμε στην ενδοχώρα τόσο εξασθενούσε η επήρεια του Μάγου στα στοιχεία της φύσης με αποτέλεσμα κάποια στιγμή να δούμε και πάλι έναν καθαρό, ξάστερο ουρανό και τα σύνορα της Κροατίας στο βάθος. Ωστόσο η κακοκαιρία είχε προκαλέσει σημαντικά προβλήματα στην ομάδα μας. Το τρέιλερ, στο οποίο κουβαλούσαμε τα πράγματά μας, πήρε νερά με αποτέλεσμα τα ρούχα πολλών από εμάς να μουσκευτούν, ενώ ένας δυνατός κεραυνός που έπεσε εκεί κοντά έκαψε τα συστήματα ασφαλείας των συνόρων προκαλώντας ένα κυκλοφοριακό κομφούζιο! Έπειτα από 29 ώρες οδήγησης βρισκόμασταν επιτέλους στο Umag της Κροατίας, εξαντλημένοι από κούραση, έχοντας ολοκληρώσει το ταξίδι μας και έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε τη μεγαλύτερη από τις 5 δοκιμασίες του Alen, τον αγώνα των 100 μιλίων.

 

 

Στο παραθαλάσσιο Umag, δίπλα από μια πανέμορφη, πεζοδρομημένη παραλία, είχε στηθεί μια μεγάλη σκηνή που από νωρίς το πρωί φιλοξενούσε όλους τους αθλητές που θα συμμετείχαν στους πέντε αγώνες της διοργάνωσης. Φυσικά, το ενδιαφέρον δεν θα μπορούσε να μην είναι στραμμένο στην κούρσα των 100 μιλίων όπου δρομείς από 28 διαφορετικές χώρες του κόσμου είχαν επιλέξει για να τρέξουν. Εντός της σκηνής, τα μέλη της διοργάνωσης καθώς και αρκετοί εθελοντές φρόντιζαν να παρέχουν κάθε είδους βοήθεια στους αγωνιζόμενους, οι οποίοι είχαν παράλληλα την ευκαιρία να ψωνίσουν αθλητικά ρούχα, παπούτσια και εξοπλισμό, σε εκπτωτικές τιμές, αλλά και να ενημερωθούν για άλλες διοργανώσεις ορεινών αγώνων. Μία από αυτές, που τράβηξε την προσοχή μου, ήταν μια διάσχιση 100 μιλίων κατά μήκος των Δαλματικών ακτών που φαινόταν αρκετά περιπετειώδης! Μάλιστα, οι διοργανωτές δεν άφησαν παραπονεμένους τους μικρούς φίλους του αθλήματος, αλλά και όσους ένιωθαν ακόμη παιδιά, και φρόντισαν να διαμορφώσουν ένα μικρό χώρο για μίνι γκολφ και πινγκ πονγκ εντός του εκθεσιακού χώρου. Τα πάντα γύρω θύμιζαν τη γνώριμη εικόνα της γιορτής που προηγείται για να αποχαιρετήσει ο κόσμος τους πολεμιστές που ξεκινούν το ταξίδι μέχρι την τελική αναμέτρηση με το δράκοντα!

 

 

Πήρα τα πολεμοφόδιά μου από τις χαμογελαστές δεσποσύνες της διοργάνωσης και κατευθύνθηκα σε μια άκρη για να ετοιμαστώ. Το πακέτο του κάθε αγωνιζόμενου περιείχε ένα τεχνικό μπλουζάκι της “Salomon” με την ονομασία του αγώνα στο εμπρός μέρος, ένα ζευγάρι συμπιεστικές γκέτες της “Compressport”, ειδική παραγγελία από την εταιρία, με το λογότυπο του αγώνα σχεδιασμένο επάνω τους, το BIB νούμερό μας, μια μεγάλη πλαστική σακούλα με τον αριθμό μας, που θα χρησίμευε ως drop bag για το σταθμό στο Buzet, μια μικρότερη στην οποία θα μπορούσαμε να αποθηκεύσουμε κάποια ρούχα και να την παραδώσουμε στην αφετηρία και τέλος το υψομετρικό προφίλ του αγώνα καθώς και τις χιλιομετρικές ενδείξεις για τα σημεία των σταθμών, όλα συγκεντρωμένα σε ένα πλαστικοποιημένο κομμάτι χαρτί, το λεγόμενο “road-book”. Εκεί συνάντησα τα δύο Ξωτικά, τον Daniel, υπεύθυνο Δημοσίων Σχέσεων της διοργάνωσης, αλλά και την Ivana, η οποία φρόντιζε κάθε είδους θέματα που αφορούσαν την διαμονή και την φιλοξενία των αθλητών. Και οι δυο τους ήταν χαμογελαστοί και χαρούμενοι, εικόνα που σε έκανε να νιώσεις ζεστασιά και φιλικότητα!

 

 

Ο χρόνος κυλούσε γρήγορα και πολύ σύντομα έφτασε η ώρα να επιβιβαστούμε στα ναυλωμένα λεωφορεία της διοργάνωσης που θα μας οδηγούσαν για την εκκινηση στο Labin, που βρισκόταν στην ανατολική πλευρά της χερσονήσου της Ιστρίας. Κάπου εκεί γνώρισα και τον Συράκη Δημήτρη που είχε έρθει, μαζί με τον αδερφό του, για να τρέξει τα 100 μίλια. Ο αδερφός του, μάλιστα, Γεώργιος θα κατακτούσε την επόμενη μέρα την πρώτη θέση στην ηλικιακή του κατηγορία στον αγώνα των 42 χιλιομέτρων σηκώνοντας ψηλά μαζί με την γαλανόλευκη και το ηθικό μας!

 

 

Στο γραφικό Labin η ατμόσφαιρα ήταν πλημμυρισμένη με γέλια και χαμόγελα! Η δυνατή μουσική, σαν άλλα τύμπανα πολέμου, έδινε ρυθμό στις καρδιές μας και έκανε τα πόδια μας να τρέμουν από τον ενθουσιασμό! Παρότι ήταν καταμεσήμερο αρκετοί κάτοικοι του χωριού είχαν στηθεί κοντά στη φουσκωτή αψίδα και περίμεναν εμάς, ένα πολύχρωμο και πολύβουο πλήθος δρομέων, να ξεκινήσει.Λίγες στιγμές είχαν απομείνει πριν ξεχυθούμε προς αναζήτηση του πολύτιμου τρόπαιου, σε μια διαδρομή που θα μας δοκίμαζε σωματικά και νοητικά, και αποφάσισα να τις περάσω φωτογραφίζοντας τους Έλληνες χόμπιτ που θα αγωνιζόντουσαν καθώς και την υπόλοιπη ελληνική ομάδα που είχε αναλάβει την υποστήριξή μας στους σταθμούς του αγώνα. Νίκος Κασμερίδης, Θοδωρής Κοτόπουλος, Νίκος Μαγγίτσης και Μιχάλης Παπαδόπουλος ήταν η συντροφιά μου σ’ αυτό το ταξίδι που θα έπαιρνε “σάρκα και οστά” σε λίγο. Δευτερόλεπτα πριν ξεκινήσουμε να τρέχουμε θυμάμαι τον Alen να πετάει από πάνω, μας μετρώντας αντίστροφα από το 10, έχοντας ένα σαρδόνιο χαμόγελο στο πρόσωπό του που πρόδιδε την γλυκιά ικανοποίηση του για το μαρτύριο που θα έπρεπε να υπομείνουμε.

 

 

Στα πρώτα κιόλας μέτρα άφησα τους Έλληνες συντρόφους μου πίσω και προπορεύτηκα μπροστά. Από το Labin κατηφορίζαμε γοργά προς τη θάλασσα διασχίζοντας ένα κακοτράχαλο μονοπάτι, γεμάτο πέτρα, που πήγαινε παράλληλα με ένα μικρό φαράγγι. Όλοι πήγαιναν δαιμονισμένα και αναρωτιόμουν αν αλήθεια δήλωσα συμμετοχή στο σωστό αγώνα, δεν ήταν δυνατό να συνεχίσουμε έτσι για 170 χιλιόμετρα… Το ρυάκι που περνούσε από το φαράγγι ακολουθούσε την πορεία προς τη θάλασσα, την οποία δεν αργήσαμε να δούμε παρακάτω, στο μικρό παραθαλάσσιο Rabac. Πριν αφήσουμε πίσω μας, για τα καλά, το χωριό Rabac τρέξαμε περιμετρικά ενός μεγάλου κόλπου γεμάτου καφετέριες, ψαροταβέρνες και κόσμου που μας χειροκροτούσε! Λίγο ο καυτός μεσημεριανός ήλιος, λίγο το δροσερό κύμα της Αδριατικής θάλασσας που έσκαγε στα πόδια μου και λίγο η κούραση του ταξιδιού με ωθούσαν να υποκύψω στον πειρασμό και να ξαπλώσω όπου βρω! Αντιθέτως, γύρισα το βλέμμα μου και κατάφερα να φανώ δυνατός και να συνεχίσω. Οι χαμογελαστοί εθελοντές που μας ξεπροβόδιζαν από αυτό το μικρό τουριστικό χωριό μας έστελναν να ακολουθήσουμε ένα δασικό δρόμο ο οποίος παρότι ανηφόριζε διαρκώς, σε κάποιο άνοιγμα της διαδρομής μας πρόσφερε το πιο ειδυλλιακό, πανοραμικό πλάνο της Αδριατικής! Θάλασσα και βουνό είναι ένας συνδυασμός που συναντάς συχνά στην Ελλάδα μας γι’ αυτό και ένιωσα από την πρώτη στιγμή τόσο οικεία σ’ αυτά τα μέρη. Αρκετά χιλιόμετρα αργότερα, πριν φτάσουμε στον πρώτο σταθμό τροφοδοσίας, είχα την ευκαιρία να δω ξανά τη θάλασσα και να την αποχαιρετήσω αφού η διαδρομή θα κινούταν πλέον σε καθαρά ορεινό τερέν προς το εσωτερικό της χερσονήσου.

 

 

Μπαίνοντας στο Plomin, για να συναντήσω τον πρώτο σταθμό του αγώνα, χάρηκα όταν είδα τον κόσμο να μας περιμένει στην αρχή του χωριού για να μας γεμίσει κουράγιο και θάρρος! Ανάμεσα στους εθελοντές του σταθμού ήταν και οι πιστοί μας βοηθοί, μέλη του Ορειβατικού Συλλόγου Δράμας, των “Les Trailers” και της Οργανωτικής Ομάδας του Virgin Forest Ultra Trail, που έκαναν οτιδήποτε περνούσε από το χέρι τους για να μας ξεκουράσουν και να μας βοηθήσουν! Φυσικά, δεν έλειπε από εκεί ο δράκος Alen Paliska που περίμενε να καταβροχθίσει σαν αρπακτικό όποιον δρομέα δεν ένιωθε και τόσο καλά.

 

 

Έφυγα από το Plomin ακολουθώντας έναν δασικό δρόμο που έκοβε στη μέση μια πευκόφυτη έκταση. Στην αρχή ήταν ανηφορικός όμως πολύ σύντομα άρχισε να χάνει υψομετρική πηγαίνοντας άλλοτε δεξιά και άλλοτε αριστερά. Λίγο αργότερα τη θέση του πήρε μονοπάτι το οποίο έπειτα από πολλά χιλιόμετρα θα με οδηγούσε στο ψηλότερο σημείο της διαδρομής, μία κορυφή στα 1.400 μέτρα υψόμετρο, αφού πρώτα διέσχιζα αρκετές δασικές εκτάσεις και πολλά αλπικά λιβάδια. Το σκοτάδι άρχισε να πέφτει όσο νύχτωνε και το κρύο γινόταν ολοένα και πιο τσουχτερό καθώςκατευθυνόμουν ψηλότερα. Πολλοί δρομείς αποκαλούσαν αυτά τα βουνά “Ομιχλώδη Όρη”* διότι την περσινή χρονιά η βροχή και η ομίχλη που επικρατούσε, κατά τη διάρκεια της νύχτας, ανάγκασαν αρκετούς αθλητές να εγκαταλείψουν.

 

 

Φέτος οι καιρικές συνθήκες ήταν σαφώς καλύτερες όμως το κρύο ψηλά δεν σε άφηνε να ξαποστάσεις για πολύ! Στο δύσκολο αυτό κομμάτι του αγώνα ήρθε να προστεθεί και ένα από τα πιο δύσβατα τερέν που έχω τρέξει! Για να φτάσω στην κορυφή έπρεπε να διασχίσω ένα μονοπάτι που κινούταν κυριολεκτικά πάνω στις πέτρες! Δεν υπήρχε ίχνος καθόλου και μόνο από τα κόκκινα σημαιάκια της σήμανσης καταλάβαινες που ήταν ο σωστός δρόμος! Ωστόσο κάθε κορυφή είναι μοναδική και το ίδιο αισθάνθηκα κι εγώ σαν βρέθηκα στο μεταίχμιο της γης και του σκοτεινού ουρανού κάτω από το ασημένιο φεγγάρι. Η διαδρομή από την κορυφή μέχρι τον τρίτο σταθμό τροφοδοσίας του αγώνα, μέσα στο δάσος, στο Poklon χρειαζόταν γερά αντανακλαστικά και αετίσιο βλέμμα! Το μονοπάτι κατηφόριζε τόσο γρήγορα και απότομα όσο είχε ανηφορίσει και απαιτούσε να είσαι σε εγρήγορση για να αποφύγεις ρίζες, κλαδιά και βράχους που κρύβονταν κάτω από τα ξερά, φθινοπωρινά φύλλα των δέντρων.

 

 

Στη θέα των εθελοντών και όλου του προσωπικού της διοργάνωσης, κάτω από τη στημένη σκηνή του σταθμού, ανάσανα ανακουφισμένος αφού είχα καταφέρει να φτάσω εκεί σώος. Στο μενού του σταθμού είχε προστεθεί τώρα κι άλλο ένα κυρίως πιάτο από τους Έλληνες σεφ της ομάδας μας. Ζεστή, ελληνική σούπα που πολλοί επιθύμησαν ζητώντας ταυτόχρονα να μάθουν τη μυστική της συνταγή! Μόνο το ψωμί “Λέμπας”** έλειπε από το τραπέζι. Αποχαιρέτησα γνωστούς και άγνωστους και χάθηκα πάλι μέσα στο σκοτάδι απ’ όπου είχα εμφανιστεί.

 

 

Φαντάστηκα πως τα δύσκολα είχαν περάσει όμως η πραγματικότητα ήταν εντελώς αντίθετη! Τα επόμενα 46 χιλιόμετρα, μέχρι τον κεντρικό σταθμό του αγώνα στο Buzet, ήταν από τα δυσκολότερα που έχω τρέξει σε αγώνα. Μάλιστα, δεν έχω και πολλές αναμνήσεις από αυτό το κομμάτι καθώς ο εγκέφαλός μου έχει την τάση να αποθηκεύει μόνο ευχάριστες εικόνες και σκέψεις. Οι τέσσερις κορυφές που καλούμασταν να περάσουμε σ’ αυτά τα χιλιόμετρα είχαν σκοπό να τσακίσουν τα πόδια μας και στη συνέχεια τη ψυχολογία μας. Πάνω - κάτω διαρκώς σε μονοπάτιαγεμάτα φυτεμένη πέτρα και κοφτερά βράχια! Έβριζα κάθε φορά που σκόνταφτα κάπου, δε θα πω ψέματα, και καταράστηκα πολλάκις αυτόν που σχεδίασε τη διαδρομή και αποφάσισε να την περάσουμε νύχτα!

 

 

Παρόλα αυτά στις δυσκολότερες στιγμές του Ανθρώπου συμβαίνουν γεγονότα που, αν και απλά, έχουν τη δύναμη να αναπτερώσουν το ηθικό σου και να σε κάνουν να συνεχίσεις. Στους μεγάλους, ορεινούς αγώνες ultra αυτά τα γεγονότα είναι η δημιουργία μιας καινούριας φιλίας, έπαθλο που ίσως αξίζει περισσότερο και από οποιοδήποτε θησαυρό! Εκεί πέτυχα ξανά τον Νικόλα (Nazareno), ένα γρήγορο χόμπιτ από την Ιταλία που όμως είχε βαθιές ελληνικές ρίζες αλλά και την Julia από τη Γερμανία που κατάφερε να αναδειχθεί η 2η γυναίκα του αγώνα! Μαζί τους διένυσα πολλά χιλιόμετρα, τα οποία μου φάνηκαν ευκολότερα μέσα στη νυχτιά. Μάλιστα, σε έναν από τους δύο σταθμός που προηγούνταν του Buzet, στο Trstenik στο 74ο χιλιόμετρο, είδα την γαλανόλευκη να κυματίζει και άκουσα ελληνικά από έναν Μυτιληναίο που ζούσε και εργαζόταν στην Κροατία!

 

 

Τα τελευταία χιλιόμετρα πριν το σταθμό του Buzet, στο 89ο χιλιόμετρο, βρέθηκα πάλι να περιπλανιέμαι μόνος. Το κομμάτι αυτό της διαδρομής ήταν ευκολότερο αν και η πέτρα κυριαρχούσε ακόμη και στους δασικούς δρόμους. Εδώ ένιωσα για πρώτη φορά ανασφάλεια καθώς πολλά από τα κόκκινα σημαιάκια ήταν δυσδιάκριτα λόγω της υπερβολικής βλάστησης που μάλλον μεγάλωσε σε ανυποψίαστο χρόνο! Παρόλα αυτά η σήμανση του αγώνα ήταν εξαιρετική και τόσο πυκνή, συνάμα, που ήξερες ότι αν σε 10 μέτρα δεν έβλεπες σημάδι έπρεπε να γυρίσεις.

 

Μπήκα στο Buzet, μια μεγάλη κωμόπολη, την ώρα που οι σκύλοι γαυγίζουν οτιδήποτε δούνε μπροστά τους. Δεν κυκλοφορούσε κανείς πουθενά και το μόνο που άκουγα ήταν τα βήματά μου πάνω στην άσφαλτο. Έπειτα από λίγο ένας εθελοντής με έστειλε δεξιά προς το κλειστό γυμναστήριο της περιοχής μέσα στο οποίο ήταν εγκατεστημένος ο κεντρικός σταθμός. Άρτια οργανωμένος, περιλάμβανε ζεστό φαγητό, μακαρόνια με κόκκινη σάλτσα και κιμά, σούπα, και πατάτες με κεφτέδες, εκτός από τα γνωστά σνακ που υπήρχαν και στους προηγούμενους σταθμούς. Οι εθελοντές ήταν χαμογελαστοί και πρόθυμοι να βοηθήσουν και μονάχα τα ρουθούνια του Alen έβγαζαν μαύρο καπνό αφού κόντευε να σκάσει που μέχρι τώρα οι δρομείς όλοι έδειχναν ασταμάτητοι! Σε μια γωνιά βρήκα και τους πιστούς βοηθούς της Ελληνικής ομάδας. Είχαν στρατοπεδεύσει εκεί και θα αναχωρούσαν αφότου έφευγε και ο τελευταίος Έλληνας. Σε αυτούς χρωστάω ένα μεγάλο “ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ” διότι ετοίμασαν τα πράγματά μου όση ώρα χρειάστηκα για να αλλάξω ρούχα και έτρεχαν να με εξυπηρετήσουν για οτιδήποτε τους ζητούσα. Φορώντας το δεύτερο ζευγάρι παπούτσια που είχα φέρει, παρατήρησα πόσο πρησμένα ήταν τα πόδια μου από τη συνεχή καταπόνηση στο πέτρινο τερέν. Πραγματικές πατούσες χόμπιτ! Αποχαιρέτησα τους συντρόφους μου και μάζεψα όσο πιο πολύ δύναμη μπορούσα από τα λόγια τους πριν αναχωρήσω. Ήταν η τελευταία φορά που θα τους έβλεπα μέχρι τον τερματισμό.

 

 

Βγαίνοντας από το Buzet αισθάνθηκα σιγουριά! Το πρώτο μισό του αγώνα είχε τελειώσει και τα 80 χιλιόμετρα που απέμεναν σε καμιά περίπτωση δεν μπορούσαν να με τρομάξουν με τη θετική υψομετρική διαφορά των περίπου 2.500 μέτρων. Άλλωστε σε λίγο θα ξημέρωνε και αυτό ήταν αρκετό για να με κάνει να τρέξω γρήγορα και πάλι! Αργότερα θα διαπίστωνα για άλλη μια φορά πως η θετική υψομετρική διαφορά δεν καθορίζει απόλυτα την ευκολία ή όχι ενός ορεινού αγώνα.

Η διαδρομή από εδώ και έπειτα θύμιζε τουριστική περιήγηση σε μερικά από τα πιο όμορφα γραφικά χωριά της χερσονήσου της Ιστρίας! Κινούταν περισσότερο σε δρόμους και χωματόδρομους, και λιγότερο σε μονοπάτια, ακολουθώντας ένα μοτίβο που από μηδενικό υψόμετρο σε ανέβαζε στα 400 μέτρα, σε ελάχιστα χιλιόμετρα, για να σε οδηγήσει και πάλι με τον ίδιο τρόπο στο επίπεδο της θάλασσας. “Αχ, θάλασσα… Πόσο θα ήθελα να την είχα μπροστά μου…”. Όσο περνούσε η ώρα, ο ήλιος που ανέβαινε ψηλότερα γινόταν όλο και πιο καυτός, θυμίζοντας τυπικό ελληνικό καλοκαίρι! Καθότι η θάλασσα ήταν ακόμη πολύ μακριά, συμβιβάστηκα με μια υπέροχη λίμνη που είχε δημιουργηθεί από το τεχνητό φράγμα της περιοχής. Ο 8ος σταθμός τροφοδοσίας που βρισκόταν εκεί ήταν κατά την άποψή μου ο πιο ωραίος από πλευρά τοποθεσίας. Έκατσα να ξεκουράσω τα πόδια μου και να θαυμάσω την γαλήνη και την ηρεμία της επιφάνειας του νερού. Δύσκολα αποχωρίζεσαι τέτοιο μέρος γι’ αυτό και άφησα ένα κομμάτι της σκέψης μου εκεί ώστε μια μέρα να γυρίσω ξανά.

 

 

Τα επόμενα χιλιόμετρα αποδείχτηκαν και τα πιο δύσκολα του αγώνα. Ο οργανισμός μου είχε αρχίσει να κλείνει έναν – έναν τους διακόπτες και ξαφνικά όλα τα προβλήματα μαζευόντουσαν εμπρός μου. Παρότι κούραση, νύστα, εξάντληση, ζάλη και στομαχικές διαταραχές είχαν βαλθεί να με γονατίσουν, γνώριζα ωστόσο πως έπρεπε να συνεχίσω. Έβαζα τα δυνατά μου για να αντιμετωπίσω όλα τα παραπάνω όμως δεν μπορούσα με τίποτα να αντέξω τη ζέστη και τον ήλιο που τώρα με αφυδάτωναν γρηγορότερα. Έκανα υπομονή μέχρι τον επόμενο σταθμό στο Motovun, εκεί θα προσπαθούσα να διαχειριστώ καλύτερα την κατάστασή μου.

Το χωριό Motovun είναι χτισμένο στην κορυφή ενός καταπράσινου λόφου καταμεσής των λιβαδιών. Η κάστρο - πολιτεία που είχε δημιουργηθεί εκεί, πριν από αρκετά χρόνια, έδινε μια μεσαιωνική νότα στο ταξίδι μας ενώ τα καλντερίμια και η πλατεία του θύμιζαν έντονα Πήλιο! Η θέα από ψηλά ακαταμάχητη! Έκατσα στο σταθμό και έφαγα προσούτο με ψωμί και κασέρι και ήπια αρκετή κόλα. Έφυγα από εκεί με την κοιλιά μου να κάνει περίεργους ήχους, όμως έπειτα από ένα – δύο χιλιόμετρα είχα ήδη αρχίσει να συνέρχομαι και με είχε καταλάβει μια ανεξήγητη μανία που με ωθούσε να τρέξω όλο και πιο γρήγορα! Στα επόμενα χιλιόμετρα προσπέρασα 5 με 6 δρομείς, ανάμεσά τους και η Julia που απόρησε μαζί μου. Μάλιστα, τόση λύσσα με είχε πιάσει που τον επόμενο σταθμό στο 138ο χιλιόμετρο τον προσπέρασα δίχως να τον δω. Φυσικά, παρακάτω έμεινα από νερά αλλά δεν πτοήθηκα, ολόκληρη Κροατία, όλο και κάπου θα έβρισκα καμιά ποτίστρα για ζώα. Τελικά, πήδηξα μέσα σε ένα μαντρί και γέμισα τα παγούρια μου από ένα λάστιχο. Ευτυχώς που τα σκυλιά ήταν μαντρωμένα γιατί είχαν τρελαθεί βλέποντάς με! Τι ωραίο συναίσθημα να διψάς πολύ και να πίνεις παγωμένο νερό…

 

Ήμουν σε τροχιά τερματισμού και τα 20 χιλιόμετρα που μου απέμεναν κυλούσαν πολύ γρήγορα! Κάπου εκεί, λοιπόν, γνωρίστηκα με τον Jakub από την Τσεχία, ο οποίος βλέποντας το ραμμένο εθνόσημο στο σακίδιό μου θέλησε να μου πιάσει τη συζήτηση. Ο Jakub που λέτε ήταν παιδί της δικής μας ορεινής Ροδόπης και της οικογένειας του Rodopi Ultra Trail! Φαντάζεστε την έκπληξή μου όταν διαπίστωσα πόσο μικρός είναι ο κόσμος, γι’ αυτό και του πρότεινα κατευθείαν να τερματίσουμε αλά RO.U.T χέρι – χέρι! Ο ίδιος για να μου δείξει ότι συμφωνούσε έβγαλε ένα buff με το λογότυπο του RO.U.T και το φόρεσε!

 

 

Στο βάθος φαίνονταν τα κτίρια του Umag, τα οποία μεγάλωναν καθώς διασχίζαμε τα τελευταία χιλιόμετρα μέσα από κάτι αγρούς. Το ταξίδι μου σύντομα θα έφτανε στο τέλος του. Κρατώντας τον Jakub από το χέρι διανύσαμε μαζί τα τελευταία μέτρα μέχρι την αψίδα του τερματισμού. Ο Alen μας έδωσε τα πολυπόθητα μετάλλια του τερματισμού και μας συγχάρηκε! Ο φίλος μου ο Τσέχος με κέρασε μια παγωμένη μπύρα και καθώς την πίναμε χαμογελούσαμε και οι δύο με μεγάλη ικανοποίηση που τα είχαμε καταφέρει σημειώνοντας, μάλιστα, έναν πολύ καλό χρόνο, 24 ώρες και 35 λεπτά!

 

Κάπου εδώ τελειώνει η ιστορία αυτού του κουρασμένου χόμπιτ, όχι όμως και των υπόλοιπων που ακόμη αγωνίζονταν! Οι σύντροφοί μου ζούσαν το δικό τους έπος αντιμετωπίζοντας τις δικές τους δοκιμασίες που πολλές φορές τους έκαναν να βλέπουν οράματα! Κατάφεραν όμως όλοι να τερματίσουν επιτυχώς και αυτό είναι που μετράει πιο πολύ…

 

Η επιστροφή στην Ελλάδα έγινε χωρίς ευτράπελα αυτήν την φορά διασχίζοντας κατά μήκος τις Δαλματικές Ακτές και διανυκτερεύοντας σε μια από τις ομορφότερες πόλεις της Κροατίας, το Ντουμπρόβνικ! Λίγο πριν αποχαιρετήσω οριστικά την καταπληκτική, Ελληνική αποστολή από την οποία έχω τις ομορφότερες αναμνήσεις, έπιασα τον εαυτό μου να χαϊδεύει το μετάλλιο του τερματισμού και να ψιθυρίζει “Πολύτιμο μου…”. Όμως αυτήν την ιστορία θα την διηγηθώ άλλη φορά.

Λεζπουρίδης Θεοχάρης.

 

View this photo set on Flickr

 

Photos: “100 Miles of Istria”, Λεζπουρίδης Θεοχάρης.

 

*Ομιχλώδη Όρη: Η ονομασία αναφέρεται σε φανταστική οροσειρά στο μυθιστόρημα του Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν.
**Ψωμί Λέμπας: Ψωμί που παρασκεύαζαν τα ξωτικά και το οποίο λεγόταν πως είχε μαγικές ιδιότητες.

 

Σημείωση: Ο όρος “Χόμπιτ” αναφέρεται αρχικά στο μυθιστόρημα του Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν και τον δανείστηκα μόνο για την συγγραφή του άρθρου.

ΕΠΟΜΕΝΟΙ ΑΓΩΝΕΣ