Ένα ταξίδι που ξεκίνησε από το πράσινο ακρογιάλι της πατρίδας στον Πευκιά του Ξυλοκάστρου και συνεχίστηκε με το φως του λόφου που δεσπόζει στην καρδιά της Αθήνας, το Λυκαβηττό, τελειώνει σήμερα στο “Εσχατοβούνι”, δηλαδή τον τελευταίο λόφο του Παναχαϊκού όρους, στα νότια της Πάτρας. Μια τριλογία εικόνων και συναισθημάτων, που αποτυπώθηκε στην ψυχή μου μετά από ατελείωτα χιλιόμετρα στα μονοπάτια και τους δρόμους αυτών των τριών πολύ αγαπημένων λόφων. Κι αν η θαλασσινή αύρα χαρακτηρίζει τον Πευκιά και το φως του ήλιου τον Λυκαβηττό, η απίστευτη θέα, η ηρεμία που αποπνέει, αλλά και τα μνημεία γύρω από αυτό τον λόφο χαρακτηρίζουν το Δασύλλιο.

Τη μια στιγμή κοιτάζω πίσω μου, την άλλη βλέπω πάλι μπροστά μου! Μετά από λίγο ξανακοιτάζω πίσω κι έπειτα πάλι μπροστά. Το ίδιο μοτίβο επαναλαμβάνεται για αρκετή ώρα μέχρι που το μονοπάτι με οδηγεί δεξιά, προς τα ανατολικά, και πλέον δε χρειάζεται να γυρίσω άλλο το βλέμμα μου. Η λίμνη Πολυφύτου, πίσω μου, έχει εξαφανιστεί σαν τέλεια εκτελεσμένο ταχυδακτυλουργικό κόλπο, και την υπέροχη αυτή θέα έχουν αντικαταστήσει οι ψηλές κορφές και τα πυκνά ελατοδάση από τα Πιέρια Όρη! Τα Πιέρια Όρη βρίσκονται μεταξύ των νομών Κοζάνης, Ημαθίας και Πιερίας και κρύβουν αρκετά όμορφα μυστικά αν ξέρεις πού να ψάξεις. Η αλήθεια είναι πως για μένα παραμένουν ακόμη άγνωστα τα μυστικά αυτά, στο μεγαλύτερο κομμάτι τους, μα κρίνω από ό,τι έχω δει μέχρι τώρα και πιστεύω σίγουρα πως δεν κάνω λάθος. Για το λόγο αυτό, δε χάνω ευκαιρία όποτε βρίσκομαι στην Κοζάνη, και πάντοτε κανονίζω το πρόγραμμά μου ώστε να τα επισκεφτώ.

Από μικρό παιδί κάθε Σαββατοκύριακο της ζωής μου με έβρισκε στο μητρογονικό χωριό μου, τα Κριθαράκια του δήμου Ερυμάνθου, 20 χιλιόμετρα μόλις νοτίως της Πάτρας, στους πρόποδες του μυθικού Ερύμανθου. Εικόνες, αρώματα, ήχοι και γεύσεις μιας ανέμελης παιδικής και παραμυθένιας ζωής. Με ένα άπλωμα του παιδικού χεριού μου μπορούσα να αγγίξω  από βόρεια προς νότια όλη την κόψη της κορυφογραμμής του Ερύμανθου, τον Κεντριά, τη Νεραιδοράχη, τον Ωλενό, τον Πυργάκο, τον  προφήτη  Ηλία και το Σκιαδοβούνι.

Άνοιξη 1994. Στο μεταίχμιο της νιότης, της ανεμελιάς, στο τέλος των εκπαιδευτικών χρόνων. Στην απαρχή της εξεύρεσης επαγγελματικής ρότας η οποία τότε ήταν προφανώς πιο εύκολη απ’ ότι είναι σήμερα για τους νέους της χώρας μας. Στην αφετηρία των αναζητήσεων για κάτι διαφορετικό από το τρίπτυχο, σχολή – δουλειά – ξενύχτι. Ειδικά από το τελευταίο είχαμε πια χορτάσει. Με ένα σακίδιο Polo στην πλάτη, από αυτά τα κλασικά που είχαμε στο σχολείο, ξεκινούσαμε να εξερευνήσουμε το βουνό, το «έξω» -ή καλύτερα- το «μέσα» μας. Είχαμε διαβάσει για ένα μονοπάτι που ξεκινούσε από το πάρκινγκ του τελεφερίκ του Μοντ Παρνές που μας έφερναν οι μπαμπάδες μας για να παίξουμε με τα χιόνια. «Δύο ώρες με μέτριο ορειβατικό ρυθμό» έγραφαν οι οδηγίες. Δεν μας ενδιέφεραν οι ώρες, δεν είχαμε λόγο να βιαστούμε. Εκείνες τις 2,5 ώρες ήρθε και ο έρωτας με την πρώτη ματιά. Ο ιδρώτας εκείνης της μέρας πότισε την αγάπη μου για το βουνό που άνθισε και μένει ακόμη ανθισμένη με πορφυρένια χρώματα και μεθυστικές μυρωδιές…

Πευκιάς … “Το πράσινο ακρογιάλι της πατρίδας” του Κώστα Καρυωτάκη και πηγή έμπνευσης του Άγγελου Σικελιανού. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Ξυλόκαστρο. Κάθε φορά που φέρνω στο μυαλό μου αυτό το πευκοδάσος που στέκεται για πάνω από 300 χρόνια ακριβώς δίπλα στο γαλάζιο του Κορινθιακού, αμέτρητες αναμνήσεις, εικόνες και συναισθήματα έρχονται στο μυαλό μου. Κάθε άνθρωπος έχει ένα σημείο αναφοράς και για μένα αυτό είναι ο Πευκιάς και τα μονοπάτια του.

Σελίδα 1 από 2