
ADVENDURE is the leading web portal in Greece about Mountain Running, Adventure, Endurance and other Mountain Sports
Η αλήθεια είναι ότι, πηγαίνοντας σε έναν νέο αγώνα, δε ξέρεις τις περισσότερες φορές τι να περιμένεις. Διαβάζεις τις περιγραφές, βλέπεις τις φωτογραφίες, ίσως ένα teaser video αν υπάρχει, και προσπαθείς να καταλάβεις τι μπορεί να συναντήσεις. Κυρίως, υπάρχει η προσμονή για κάτι νέο, κάτι που δεν έχεις συναντήσει στο παρελθόν, που σου εξάπτει τη φαντασία και σε ωθεί να πας για να το ζήσεις. Αυτό, άλλωστε, είναι και το νόημα για τη μεγαλύτερη μάζα των συμμετεχόντων σε κάποιον αγώνα δρόμου – και πολύ περισσότερο βουνού – και το βασικό κίνητρο για να κάνεις το τελικό κλικ στον υπολογιστή, επικυρώνοντας τη συμμετοχή σου σε αυτόν.
Έτσι, και πριν από περίπου έναν μήνα, η γνωστή παρέα μαζεύτηκε αξημέρωτα για μια εκδρομή που – η αλήθεια είναι – περιμέναμε καιρό, μιας και είχαμε μεγάλο διάστημα να μαζευτούμε δύο γεμάτα αυτοκίνητα για μια μικρή περιπέτεια.
Στο δρόμο για Λιβαδειά, λοιπόν, για έναν νέο αγώνα - το Helicon Mountain Race powered by Salomon - σε έναν τόπο μάλλον γνωστό, μιας και γίνεται λίγο νωρίτερα με ίδια αφετηρία ένας άλλος, μικρότερος σε απόσταση, πολύ δημοφιλής αγώνας.
Η διαδρομή σύντομη, ο καιρός καλός – όπως φαινόταν – και το γέλιο άφθονο. Φύγαμε νωρίς, φτάσαμε νωρίς, κατά τις 8, και άρα βρήκαμε να παρκάρουμε εκεί δίπλα στο ποταμάκι, στο Πάρκο Πηγών Κρύας, περίπου 200 μέτρα από το μέρος που είχε στηθεί η εκκίνηση.
Ίσως, τολμώ να πω, το πιο επικό σκηνικό εκκίνησης αγώνα στην Ελλάδα που έχω βρεθεί!
Αφήνοντας το πάρκο, ανηφορίζεις σε πλακόστρωτο, περνώντας πότε δεξιά και πότε αριστερά από ποτάμι με μικρούς καταρράκτες, στη σκιά μεγάλων πλατάνων.
Το πλακόστρωτο συνεχιζόταν, αφήνοντας πια πιο χαμηλά το ρέμα, και μπαίνοντας όλο και πιο βαθιά σε μια επιβλητική χαράδρα που οδηγούσε στο Ανοιχτό Θέατρο Κρύας, φημισμένο για την ακουστική του. Εκεί είχε στηθεί και ένας όμορφος χώρος για την εκκίνηση, αλλά και την παραλαβή των πακέτων μας.
Στην άλλη άκρη της χαράδρας, το μεσαιωνικό κάστρο Λιβαδειάς, από τις σκάλες του οποίου θα περνούσαμε λίγο αργότερα.
Πολλές συναντήσεις με φίλους και γνωστούς, και ευκαιρία για κουβεντούλα πριν την εκκίνηση, η οποία δόθηκε με ολιγόλεπτη καθυστέρηση.
Ξεκίνημα σε κατηφόρα, πια, που όμως θα ήταν και τα τελευταία κατηφορικά μέτρα του αγώνα (χαλάλι όμως, με τόση ομορφιά), και περνώντας πλάι από τις καφετέριες στο Πάρκο Πηγών και το Μαντείο Τροφωνίου, αποχαιρετούσαμε σιγά σιγά τη Λιβαδειά.
Η διαδρομή έστριβε αριστερόστροφα και πλέον, από την άλλη μεριά της χαράδρας, αρχίσαμε να ανεβαίνουμε στο πλάι αλλά και μέσα στο κάστρο, πότε από καλντερίμια και πότε από πετρόσκαλες, μέχρι που πια βρεθήκαμε πάνω από τη Λιβαδειά και μέσα σε δάσος.
Εκεί, τρέχοντας πότε μέσα στον δασικό δρόμο και πότε στο πλάι – μιας και οι πρόσφατες βροχές είχαν σμιλέψει αρκετά το πεδίο – πραγματικά απολαμβάναμε τις μυρωδιές του δάσους, καθώς ο Απρίλιος είναι ο αγαπημένος μήνας για τρέξιμο λόγω καιρού και ανθισμένου τοπίου.
Εύκολο, ωραίο τρέξιμο που συνέχισε βγάζοντας μας από το δάσος σε κατηφορικό δρόμο που οδηγούσε στο χωριό της Ανάληψης και τον πρώτο σταθμό πριν το ξεκίνημα της ανηφόρας.
Η αλήθεια είναι πως, μη γνωρίζοντας τη διαδρομή και βλέποντας το προφίλ του αγώνα, το να μαζέψεις σχεδόν 2.000+ θετικής υψομετρικής στα πρώτα 16-17 χιλιόμετρα μοιάζει τουλάχιστον βαρύ. Οπότε, η απαρχή της ανηφόρας, που χωριζόταν σε δύο τμήματα, είχε μια σχετική αγωνία για το τι θα συναντήσουμε και πώς θα την ανεβαίναμε.
Το τερέν ήταν ελαφρώς βρεγμένο, με πέτρα και γρασίδι, και η αλήθεια είναι ότι μας προβλημάτισε αν θα κατεβαίναμε και αντίστοιχο στο γυρισμό, γιατί σίγουρα εύκολο δε θα ήταν.
Πρώτος σταθμός, λοιπόν, με άφθονα χαμόγελα από τους εθελοντές να μας περιποιηθούν, και αφού γεμίσαμε νερό και φάγαμε, ξεκινήσαμε για το βουνό.
Η ανηφόρα, ήπια στην αρχή, συνέχισε έτσι μέχρι να φτάσουμε στον δεύτερο σταθμό ανεφοδιασμού, περίπου στο 8ο χλμ, σε μια μικρή εκκλησία.
Εκεί ουσιαστικά τελείωνε το πρώτο κομμάτι της ανηφόρας και, κάνοντας ένα μικρό πλατό, κατηφόριζε σε μια κοιλάδα που θύμιζε έντονα Παρνασσό – ε, καθόλου περίεργο θα μου πείτε – αλλά ήταν πολλά τα déjà vu και όμορφα.
Εκεί ο τρίτος σταθμός (12 χλμ) και η πρώτη δυσκολία του αγώνα, όπου και φλέρταρα με το DNF, καθώς η ψησταριά που δούλευε υπερωρίες με καλούσε κοντά της, όπως οι Σειρήνες τον Οδυσσέα.
Κάνοντας την καρδιά μου πέτρα, γέμισα μπουκάλια – και όχι αμνοερίφια – και ξεκινήσαμε το τρέξιμο σε κοιλάδα και πολύ μαλακό τερέν μέχρι τον επόμενο σταθμό, μόλις 2 χιλιόμετρα πιο πέρα, που ήταν και η αρχή της δύσκολης ανηφόρας, όπως φαινόταν και από την περιγραφή του αγώνα.
Εδώ να σημειώσουμε ότι και αυτή τελείωσε σχετικά εύκολα και γρήγορα – πιο εύκολα τουλάχιστον από το αναμενόμενο.
Λίγο η ομορφιά του τοπίου, λίγο η πολύ καλή διάθεση που υπήρχε σε όλους τους σταθμούς από τους ανθρώπους του αγώνα και τους εθελοντές, το γεγονός ήταν ότι την αντιμετωπίσαμε σχετικά ξεκούραστοι, μιας και ήταν στα πρώτα 17 χιλιόμετρα, και έτσι η μεγάλη δυσκολία που είχαμε καταγράψει για τον αγώνα αυτό έγινε παρελθόν.
Και τώρα, τι;
Αφού κατακτήσαμε την κορυφή Καψάλα, ήταν ώρα να πιάσουν δουλειά οι τετρακέφαλοι, μιας και ξεκινούσε κατηφόρα – όχι πολύ απότομη, όχι πολύ τεχνική, μιας και το τερέν παρέμενε, θα έλεγα, ιδανικό – αλλά αρκετή ώστε να την καταλάβουμε, ιδίως μετά τον αγώνα, και να τη θυμόμαστε για καμιά εβδομάδα.
Από εκεί και πέρα, και πηγαίνοντας προς το χωριό Ζερίκι και τον 6ο σταθμό, περίπου στα 22 χλμ, η διαδρομή έγινε αρκετά δρομική, μιας και τρέχαμε εναλλάξ σε μονοπάτια και δασικό χωματόδρομο, και μας δόθηκε η ευκαιρία να «λύσουμε» τα πόδια μας.
Ο ιδανικός για τρέξιμο καιρός σίγουρα βοήθησε να φύγουν αρκετά χιλιόμετρα, απολαμβάνοντας την όμορφη φύση, και φτάσαμε στο 25ο χιλιόμετρο, όπου ξεκινούσε η τελευταία ανηφόρα πριν από αυτή του τερματισμού.
Εκεί, ο φασαριόζος εθελοντής με το αγροτικό και τις σειρήνες μάς έδωσε την ώθηση να ανεβάσουμε λίγο ταχύτητα και να φτάσουμε στην κορυφή.
Το πρώτο τεχνικό κομμάτι του αγώνα ξεκινούσε εκεί, με κατηφόρα σε απαιτητικό μονοπάτι – όχι μεγάλη σε διάρκεια, αλλά αρκετή ώστε να σιγουρευτούμε ότι θα είμαστε πιασμένοι τις επόμενες ημέρες έτσι κι αλλιώς.
Τα τελευταία χιλιόμετρα του αγώνα κύλησαν επίσης δρομικά σε δασικούς χωματόδρομους, μέχρι την άσφαλτο που οδηγούσε στη Λιβαδειά από την πίσω μεριά του κάστρου.
Εκεί, απλώς είχαμε την προσμονή του τερματισμού, με την ανηφόρα στο πλακόστρωτο μέσα από την πανέμορφη τοποθεσία στο Φαράγγι των Πηγών.
Γιορτινή η ατμόσφαιρα στον τερματισμό από όλους, και παντού χαρούμενα πρόσωπα συμπλήρωναν αυτό που είχε κάποτε πει ο Ντίνος Ηλιόπουλος – αλλά με αντίθετη έννοια...
“Είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα, είμαστε”!
Μου άρεσε; Πολύ.
Θα ξαναπήγαινα; Σίγουρα! Άλλωστε, μια τόσο όμορφη διαδρομή, κοντά στην απόσταση του Μαραθωνίου Βουνού και μόλις 1 ώρα και 30 λεπτά από την Αθήνα, δεν τη βρίσκεις εύκολα.
Τι μου έκανε εντύπωση; Τα θετικά vibes που εισέπραττα σε όλη τη διάρκεια της εμπειρίας – πριν, κατά τη διάρκεια, αλλά και μετά τον αγώνα. Από όλους: εθελοντές, διοργανωτές, ανθρώπους του αγώνα.
Θα μου πεις, «Σε κάθε αγώνα έτσι είναι». Ίσως. Αλλά εδώ υπήρχε κάτι παραπάνω, κάτι άυλο. Αυτό το «Περάσαμε όμορφα ρε σεις!» που δεν εξηγείται με λογικά επιχειρήματα, ούτε αποδίδεται σε ένα και μόνο στοιχείο. Ήταν παντού.
Τι θα άλλαζα; Τη μπλούζα του race pack, παιδιά. Πολύ μεγάλη!
Το επιστέγασμα; Εντάξει, ναι, είναι και η ταβέρνα μετά. Αλλά ο "ξάδερφος" της παρέας, με τη 1η θέση στην ηλικιακή του, το έχει πια κάνει συνήθεια!
Συγχαρητήρια στους διοργανωτές για μια εξαιρετική διοργάνωση και μια πραγματικά όμορφη εμπειρία.
À bientôt, που λένε και στο χωριό μου!
Αντώνης Τσιμπόγος
View this photo set on Flickr