Λαοί: Ίνουϊτ, οι Πρώτοι Εξερευνητές του Παγωμένου Βορρά

By 15 Απρ 2003

Οι Αρκτικές περιοχές της Αλάσκα, του Καναδά, της Γροιλανδίας, της Βόρειας Σκανδιναβίας και της Σιβηρίας, είναι η πατρίδα-γη νομαδικών φυλών, που εγκαταστάθηκαν πριν από χιλιάδες χρόνια, στις αχανείς παγωμένες εκτάσεις του Αρκτικού Κύκλου. Στην Αλάσκα είναι γνωστοί σαν Inupiat και Athapaskans, στον Καναδά και την Γροιλανδία σαν Inuit και Kalaalit, στην Σκανδιναβία αποκαλούνται Sami, στην Σιβηρία Nenets, Nivkhi και Yup’ik. Οι ρίζες των ιθαγενών φυλών της Αρκτικής είναι κοινές. Σύμφωνα με στοιχεία που προκύπτουν από αρχαιολογικές, γλωσσολογικές και ανθρωπολογικές έρευνες, οι Inuit προέρχονται από την Σιβηρία και πιθανόν από την κεντρική Ασία. Ταξίδεψαν και εξερεύνησαν τον Αρκτικό κύκλο, πολύ πριν φτάσουν οι Ευρωπαίοι εκεί, αναζητώντας τροφή και περιοχές κατάλληλες για εποικισμό. Ορμώμενοι από το ένστικτο της επιβίωσης, οι Inuit έγιναν οι πρώτοι εξερευνητές της Αρκτικής και πήραν μια θέση στο μακρύ κατάλογο της περιπέτειας του ανθρώπινου είδους.

Ιστορία
Βασιζόμενοι σε ευρήματα αρχαίων οικισμών στην Σιβηρία, στην περιοχή της λίμνης Βαϊκάλη, που χρονολογούνται στα 12.000-25.000 χρόνια, οι αρχαιολόγοι έχουν συνθέσει την εικόνα μιας νομαδικής, ημι-νομαδικής κοινωνίας που επιβίωνε με το κυνήγι μεγάλων ζώων, ταράνδων, δασύμαλλων ρινόκερων, βούβαλων και μαμούθ. Κάποιες ομάδες μετακινήθηκαν προς την βορειοανατολική Ασία, όπου έχει διαπιστωθεί η παρουσία φυλών με παρόμοιες δραστηριότητες στις ακτές της θάλασσας Bering, πριν από 18.000 χρόνια.

Αρχαιολογικές έρευνες αποκαλύπτουν ότι οι πρόγονοι των σημερινών Inuit της Γροιλανδίας έφτασαν στην Αλάσκα από την Σιβηρία κατά την τελευταία παγετωνική περίοδο. Πέρασαν από την Ασία στην Βόρεια Αμερικανική ήπειρο δια ξηράς, καθώς οι παγετώνες που κάλυπταν μεγάλο μέρος της βόρειας Αμερικής και της βόρειας Ευρώπης δεν είχαν λιώσει εντελώς, με αποτέλεσμα το επίπεδο της θάλασσας να είναι χαμηλότερα από το σημερινό και να επιτρέπει την επίγεια επικοινωνία των δύο ηπείρων.

  Αύξηση των πληθυσμών οδήγησε στην εξάπλωση των φυλών προς ανατολάς. Νέοι οικισμοί αναπτύχθηκαν, όταν οι Sivullirmiut («πρώτοι άνθρωποι») – στους θρύλους των Inuit αποκαλούνται Tunnit - μετακινήθηκαν ανατολικά πριν από 5.000 χρόνια. Μέσα σε λιγότερο από μια χιλιετία, ομάδες Sivullirmiut μετακινήθηκαν προοδευτικά, διασχίζοντας τις αχανείς τούνδρες του βόρειου Καναδά για να φτάσουν τελικά στις βραχώδεις και καλυμμένες με πάγους ακτές της Γροιλανδίας.

«Οι μεγαλύτεροι λένε ότι οι Tunnit εκδιώχτηκαν από τους πραγματικούς Inuit που ήταν οι προ, προ, προ-παππούδες και γιαγιάδες μας. Δεν ξέρουμε τι ακριβώς συνέβη, αυτό που ξέρουμε είναι ότι οι Inuit ζούσαν πάντα εδώ, έτσι το αίμα τους είναι αυτό που κυλάει στις φλέβες μας».

Οι καταυλισμοί των Inuit εντοπίζονται σε περιοχές που μπορούσαν εύκολα να εξασφαλίσουν τα απαραίτητα για την επιβίωσή τους. Στην κουλτούρα των Inuit αντικατοπτρίζεται η τραχύτητα του περιβάλλοντος στο οποίο ζουν. Οι νομάδες Inuit, ταξίδευαν διαρκώς από μέρος σε μέρος, αναζητώντας τροφή, καθώς οι εποχές άλλαζαν. Χωρίς καθόλου δέντρα και με ελάχιστα φυτά να αναπτύσσονται στην περιοχή του Αρκτικού κύκλου, το κρέας αποτελούσε την κύρια τροφή τους.

Τα υπολείμματα που άφησαν πίσω τους μαρτυρούν ότι τα καριμπού, οι φώκιες, τα πουλιά, οι φάλαινες και τα ψάρια αποτελούσαν το παραδοσιακό τους κυνήγι. Στη διάρκεια του σύντομου καλοκαιριού, οι κυνηγοί και οι οικογένειές τους μετακινούνταν στην ενδοχώρα για να κυνηγήσουν στις κοιλάδες και να ψαρέψουν στα νερά των λιμνών και των ποταμών. Συνέλεγαν καρπούς, οστρακόδερμα, φύκια, αυγά πουλιών, για να συμπληρώσουν μια διατροφή φτωχή σε λαχανικά.

Η γούνα των καριμπού ήταν πάντα ένα πολύτιμο υλικό για την ενδυμασία τους, επειδή κρατάει ζεστασιά στις πολύ χαμηλές θερμοκρασίες. Χρησιμοποιούσαν λεπτά κόκαλα πουλιών σαν βελόνες για να φτιάξουν ρούχα και σκηνές από δέρμα και γούνες ζώων. Το καλοκαίρι ταξίδευαν με καγιάκ και umiaq (βάρκες που κωπηλατούν συνήθως γυναίκες) καλυμμένα με δέρμα ζώων και τον χειμώνα με έλκηθρα που έσερναν σκυλιά. Οι Inuit παραδοσιακά το καλοκαίρι, ζούσαν σε σκηνές από δέρμα ζώων, ενώ τον χειμώνα έβρισκαν καταφύγιο σε ιγκλού (igloo) ή ημιυπόγεια καταλύματα, φτιαγμένα από πέτρες, ξύλα και οστά φαλαινών.

Αρχαιολογικές και ανθρωπολογικές έρευνες αποκαλύπτουν ότι πολύ πριν από την άφιξη των Ευρωπαίων, οι φυλές των Αρκτικών περιοχών δεν ήταν απομονωμένες, αλλά πολλές ομάδες έρχονταν τακτικά σε επαφή συμμετέχοντας σε θρησκευτικές ιεροτελεστίες, αναπτύσσοντας εμπορικές συναλλαγές, ακόμη και πολεμικές συγκρούσεις.

Λόγω του κλίματος, η Αρκτική ήταν το τελευταίο μέρος που κατοικήθηκε στη γη. Η πιο παλιά γνωστή κατοικημένη από Inuit τοποθεσία, είναι στο νησί Umnak στο νησιωτικό σύμπλεγμα Aleutian. Τα οικοδομήματα χρονολογούνται περίπου στα 3000 χρόνια, αν και οι πρώτοι Inuit έφτασαν στην περιοχή πριν από 8000 χρόνια.

Πίστη
  Οι Inuit, είναι μια κυνηγετική κοινωνία με ισχυρούς δεσμούς με την γη και το περιβάλλον και αυτό αντανακλά στην πίστη τους. Πιστεύουν σε μια ανώτερη θεϊκή δύναμη που περικλείει όλη τη φύση. Ο σαμάνος, ο μάγος-ιερέας είναι σημαντικό πρόσωπο στην πίστη τους. Αυτός είναι ο γιατρός, ο θεραπευτής και ο σύμβουλος όσων αντιμετωπίζουν προβλήματα. Θεωρείται ότι έχει την ικανότητα να βλέπει πνεύματα.

Οι Inuit πιστεύουν ότι το πνεύμα του ανθρώπου ζει και μετά τον θάνατό του. Μετά τον θάνατο ενός μέλους της οικογένειας, δίνουν στο νεογέννητα το όνομα του νεκρού και τους συμπεριφέρονται σαν να έχει μετοικήσει το πνεύμα του, στο σώμα του μωρού. Δεν δίνουν όνομα στα παιδιά, μέχρι να γίνουν 8 χρονών. Αν πεθάνουν πριν συμπληρώσουν αυτή την ηλικία, πιστεύεται ότι δεν έζησαν ποτέ στην πραγματικότητα.

Ρωμαιοκαθολικοί και Αγγλικανοί ιεραπόστολοι, που έφτασαν πρώτοι στην περιοχή στις αρχές του 20ου αιώνα, θεωρούσαν τον Σαμανισμό πράξη του διαβόλου. Προσπάθησαν να επιβάλλουν τον Χριστιανισμό στους Inuit πράγμα που σε μεγάλο βαθμό πέτυχαν. Οι περισσότεροι Inuit σήμερα αυτοαποκαλούνται Χριστιανοί.

Οι Inuit
Πολλοί πιστεύουν ότι οι Inuit και οι αυτόχθονες Ινδιάνοι της Αμερικανικής Ηπείρου έχουν στενή συγγένεια. Φαίνεται ότι οι ρίζες τους είναι διαφορετικές, τα μεταναστευτικά τους μονοπάτια όμως είναι κοινά, καθώς και οι δύο πέρασαν στην Αμερικανική Ήπειρο από τον Βερίγγειο Πορθμό. Διαφορετικοί τύποι αίματος, γονίδια, γλώσσα και φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά αποδεικνύουν τη διαφορετική καταγωγή.

Ο χαρακτηρισμός «Εσκιμώος» χρησιμοποιήθηκε από τους Ευρωπαίους από τον 16ο αιώνα για να περιγράψει τους κατοίκους των Αρκτικών περιοχών. Για τους περισσότερους Inuit ο όρος Εσκιμώος, «ο άνθρωπος που τρώει ωμό κρέας» στην γλώσσα των Athapaskan, είναι προσβλητικός. Η λέξη Inuit, σημαίνει «οι άνθρωποι» (στον ενικό Inuk «ο άνθρωπος») και χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον στις Αρκτικές περιοχές, αναφερόμενος στους αυτόχθονες πληθυσμούς. Ο όρος Inuit υιοθετήθηκε επίσημα στην Συνδιάσκεψη των Inuit του Αρκτικού Κύκλου (ICC) το 1977.

Οι Inuit σήμερα απαντώνται στις παράκτιες Αρκτικές περιοχές, από τον Βερίγγειο Πορθμό και την Αλάσκα ως την Γροιλανδία, σε μια έκταση περίπου 9000 χιλιομέτρων και ο συνολικός πληθυσμός τους υπολογίζεται στις 110,000. Αν και υπάρχουν κατοικημένες κοινότητες στην ενδοχώρα, οι περισσότεροι ζουν στις ακτές, εκεί που η τροφή είναι περισσότερη.

 

Κοινωνία, οικονομία και πολιτική
Το κυνήγι υπήρξε ο ακρογωνιαίος λίθος για την επιβίωση και εξέλιξη της κοινωνίας των Inuit, από τη στιγμή που εγκαταστάθηκαν στις Αρκτικές περιοχές και επέδρασε καθοριστικά στη διάρθρωσή της. Οι αυτόχθονες της Αρκτικής έχουν το δικό τους χαρακτηριστικό πολιτισμό, οικονομία, κοινωνικές δομές, όμως όλοι μοιράζονται μια μοναδική και ιδιαίτερη σχέση με το περιβάλλον και τα ζώα, καθοριστική για την επιβίωσή τους, την κοινωνική ταυτότητα και την θρησκευτική ζωή τους.

Το ψάρεμα και το κυνήγι παραμένουν δραστηριότητες ζωτικής σημασίας για την οικονομία πολλών κοινοτήτων Inuit, όμως η εμπορική αλιεία, η κτηνοτροφία, οι πετρελαϊκές και χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις, επεκτείνονται ολοένα. Πολλοί έχουν εγκαταλείψει την παραδοσιακή νομαδική ζωή για να εγκατασταθούν σε πόλεις, όπου εργάζονται σε ορυχεία και πετρελαιοπηγές.

Σήμερα το τουφέκι έχει αντικαταστήσει το καμάκι και τα τόξα, ενώ για το κυνήγι της φώκιας άνοιγαν τρύπες στον πάγο. Οι περισσότεροι μένουν σε ξύλινα σπίτια και όχι σε χιονόσπιτα ή σκηνές. Φορούν μοντέρνα ρούχα και χοντρά μπουφάν για να προστατεύονται από το κρύο. Μιλούν Αγγλικά, Ρωσικά ή Δανέζικα μαζί με την μητρική τους γλώσσα. Το καγιάκ και το ουμιάκ έχουν δώσει τη θέση τους στις μηχανοκίνητες βάρκες και τα snowmobiles αντικατέστησαν τα σκυλιά.

Σήμερα, οι Ίνουϊτ έχουν να αντιμετωπίσουν το σύγχρονο οικονομικό σύστημα και όχι τη φύση. Η ανεργία, οι αυτοκτονίες και ο αλκοολισμός, αποτελούν τεράστια κοινωνικά προβλήματα, λόγω της αδυναμίας αυτών των νομαδικών φυλών να προσαρμοστούν στο δυτικό τρόπο ζωής.

Η βιομηχανική ανάπτυξη, η υπερεκμετάλλευση των αποθεμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου, η καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος, εξαιτίας της λαθροθηρίας και υπεραλίευσης, της μόλυνσης, των κλιματικών αλλαγών, ο εποικισμός και ο τουρισμός αποτελούν απειλή για τα εδάφη, την κουλτούρα και την ευημερία των αυτοχθόνων πληθυσμών.

Λάζαρος Ρήγος

Γεννήθηκε στην Τήνο το 1961 και ζει στο Λιτόχωρο του Ολύμπου από το 2008. Ίδρυσε το Adventure Zone το 2001, μετά από σκέψεις για δημιουργία ενός ελληνικού portal για τα σπορ περιπέτειας. Δημιούργησε αγώνες ορεινού τρεξίματος, όπως Olympus Marathon (2004), Virgin Forest Trail (2007), Χειμωνιάτικος Ενιπέας (2006), Rodopi Ultra Trail (2009), Olympus Mythical Trail (2012). Στο ενεργητικό του αρκετές συμμετοχές σε αγώνες, όπως και μικρές αποστολές ultra διασχίσεων στην Ελλάδα και το εξωτερικό

www.advendure.com

ΕΠΟΜΕΝΟΙ ΑΓΩΝΕΣ